μαμούδι

μαμούδι
και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι)
έντομο, ζωύφιο
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος αεικίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού μάμμος (II) «οικέτης». Κατ' άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο < μύμηδο < μύρμηδο < αρχ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαμούδι — το το ζωύφιο, το μικροσκοπικό έντομο, το μαμούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαμμούδι — και μαμμούνι, το βλ. μαμούδι …   Dictionary of Greek

  • μαμούνι — το βλ. μαμούδι …   Dictionary of Greek

  • μαμούνι — το το μαμούδι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”